- ἀποκρίνει
- ἀποκρί̱νει , ἀποκρίνωset apartaor subj act 3rd sg (epic)ἀποκρί̱νει , ἀποκρίνωset apartpres ind mp 2nd sgἀποκρί̱νει , ἀποκρίνωset apartpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποκρινεῖ — ἀποκρῐνεῖ , ἀποκρίνω set apart aor subj pass 3rd sg (epic) ἀποκρῐνεῖ , ἀποκρίνω set apart fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποκρῐνεῖ , ἀποκρίνω set apart fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκριτικός — ή, ό (AM ἀποκριτικός, ή, όν) φυσιολ. αυτός που συντελεί στην απόκριση, που έχει την ιδιότητα να αποκρίνει 2. ο σχετικός με την απόκριση, ο κατάλληλος για απάντηση, απαντητικός αρχ. εκείνος που διαχωρίζει … Dictionary of Greek